- δυσπείθεια
- δυσπείθειαindisciplinefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσπείθεια — η (AM δυσπείθεια) απείθεια, ανυπακοή … Dictionary of Greek
δυσπειθείας — δυσπειθείᾱς , δυσπείθεια indiscipline fem acc pl δυσπειθείᾱς , δυσπείθεια indiscipline fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπείθειαν — δυσπείθεια indiscipline fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)